ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
μπουτονιέρα — και μπουτουνιέρα, η 1. κουμπότρυπα 2. μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη για το πέτο ή για τον γιακά σακακιού ή για το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bottoniera < γαλλ. boutonniere < γαλλ. bouton «κουμπί»] … Dictionary of Greek
ξετραχηλισμός — ο [ξετραχηλίζω] 1. το άνοιγμα τού ντεκολτέ ενός ενδύματος, ώστε να μένει ακάλυπτος ο τράχηλος, ο λαιμός 2. μτφ. εκτραχηλισμός … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
έξωμος — η, ο που έχει ή αφήνει έξω (δηλ. ακάλυπτο, γυμνό) τον ώμο ή τους ώμους, ντεκολτέ: Έξωμη τουαλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)